- εὐθέατος
- εὐθέᾱτος, ον, ([etym.] θεάομαι)A easy to be seen, Poll.5.150.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθέατος — εὐθέατος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που παρέχει ωραία θέα αρχ. αυτός που φαίνεται καθαρά («εὐθέατα τὰ ἐν στήλαις γράμματα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεατός] … Dictionary of Greek
εὐθεάτων — εὐθέατος easy to be seen masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθέατα — εὐθέατος easy to be seen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)